ἀλάλαζεν

ἀλάλαζεν
ἀ̱λάλαζεν , ἀλαλάζω
raise the war-cry
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀλαλάζω
raise the war-cry
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ομόφθογγος — ὁμόφθογγος, ον (Α) αυτός που φθέγγεται, που κραυγάζει συγχρόνως ή αυτός που ηχεί συγχρόνως («παντοίην ἀλάλαζεν ὁμοφθόγγων ὄπα θηρῶν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”